- τρηματώδη
- delikli, delik deşik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τρηματώδη — τρηματώδης having a vent to the intestinal canal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τρηματώδης having a vent to the intestinal canal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τρηματώδης having a vent to the intestinal canal masc/fem acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγονιμίαση — (Ιατρ.). Ελμινθίαση που προσβάλλει τα σαρκοβόρα ζώα, τους χοίρους και τον άνθρωπο, κυρίως στους πνεύμονες. Η μόλυνση αυτή, που απαντάται στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία, οφείλεται στον τρηματώδη σκώληκα paragonimus ringeri, ο οποίος… … Dictionary of Greek